κέλευση

κέλευση
η (ΑΜ κέλευσις) [κελεύω]
1. διαταγή, εντολή, προσταγή, παραγγελία («κατὰ κέλευσιν θεοῡ», επιγρ.)
2. (στο ρωμ. δίκ.) η πληρεξουσιότητα που παρέχεται από κάποιον σε κάποιον άλλον, για να συμβληθεί με τρίτον για λογαριασμό τού κελεύοντος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κελεύσῃ — κελεύσηι , κέλευσις command fem dat sg (epic) κέλλω drive on fut part act fem dat sg (epic ionic) κελεύω urge aor subj mid 2nd sg κελεύω urge aor subj act 3rd sg κελεύω urge fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κελεύσηι — κέλευσις command fem dat sg (epic) κελεύσῃ , κέλλω drive on fut part act fem dat sg (epic ionic) κελεύσῃ , κελεύω urge aor subj mid 2nd sg κελεύσῃ , κελεύω urge aor subj act 3rd sg κελεύσῃ , κελεύω urge fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κελεύω — (ΑΜ κελεύω) παραγγέλλω, διατάζω, προστάζω νεοελλ. (για νόμους) θεσπίζω, ορίζω, καθορίζω («θα κάνω ό,τι κελεύει ο νόμος») αρχ. 1. (αντίθ. τού επιτάττω) ζητώ, ικετεύω, παρακαλώ 2. (για ανώτερον προς κατώτερον) επιβάλλω κάτι σε κάποιον, δίνω εντολή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”